- εξάδιπλος
- -η, -οεξαπλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + διπλός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάδιπλος — η, ο 1. ο εξαπλάσιος. 2. που αποτελείται από έξι μέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)